ὑπολύοντες

ὑπολύοντες
ὑπολύω
loosen beneath
pres part act masc nom/voc pl (epic)
ὑπολύ̱οντες , ὑπολύω
loosen beneath
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”